- συναφείας
- συναφείᾱς , συνάφειαcombinationfem acc plσυναφείᾱς , συνάφειαcombinationfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνάφεια — Η ελκτική δύναμη που ασκείται από τα μόρια δύο επιφανειών που εφάπτονται. Τα μόρια των δύο επιφανειακών στρωμάτων έλκονται μόνο αν βρίσκονται σε αμοιβαία απόσταση της τάξης των μοριακών αποστάσεων, δηλαδή περίπου 1 / 100.000.000 του εκ. Μια τόσο… … Dictionary of Greek
φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek
ανακολουθία — η (Α ἀνακολουθία) [ἀνακόλουθος] 1. έλλειψη ακολουθίας, συνάφειας τών λόγων με τα προηγούμενα, ασυμφωνία, ασυναρτησία 2. ασυνέπεια 3. σχήμα λόγου, το ανακόλουθο (βλ. ανακόλουθος) … Dictionary of Greek
αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
αρμαλιά — ἁρμαλιά, η (Α) 1. ορισμένη ποσότητα τροφής που δίνεται στους δούλους ή στα ζώα, το σιτηρέσιο 2. οι προμήθειες του πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η υπόθεση συσχετισμού της λ. με το άρμα (Ι) «τροφή», λόγω της σημασιολογικής συνάφειας των… … Dictionary of Greek
ασυναρτησία — η (AM ἀσυναρτησία) έλλειψη συνάφειας ή λογικού ειρμού σε λόγους ή πράξεις νεοελλ. ασυνάρτητος λόγος ή σκέψη («γράφει ασυναρτησίες») … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
διαβροχή — Φαινόμενο που εμφανίζεται κατά την επαφή ενός υγρού με ένα στερεό ή άλλο υγρό σώμα. Στη δ. οφείλεται, για παράδειγμα, η δημιουργία μηνίσκου στην επιφάνεια υγρού μέσα σε τριχοειδή σωλήνα, το σχήμα που αποκτά μια σταγόνα πάνω στην επιφάνεια ενός… … Dictionary of Greek